αποψις

αποψις
    ἄποψις
    ἄπ-οψις
    -εως ἥ
    1) вид, кругозор
    

(πεδίον ἄπειρον ἐς ἄποψιν Hom.)

    ἐκ τῆς ἀπόψεως ὁρᾶν τινα Polyb. — иметь в поле зрения, видеть издали кого-л.;
    ἐν ἀπόψει γενέσθαι Anth. — оказаться на виду

    2) вид, внешность
    

(φρικώδη ἄποψιν ποιεῖν τοῖς θεωμένοις Arst.)

    3) зрелище
    

(καλὰς ἀπόψεις ἔχειν Plut.)

    4) возвышение или вышка Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποψις" в других словарях:

  • ἄποψις — outlook fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άποψις — βλ. άποψη …   Dictionary of Greek

  • ἀπόψει — ἄποψις outlook fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπόψεϊ , ἄποψις outlook fem dat sg (epic) ἄποψις outlook fem dat sg (attic ionic) ἀφοράω look away from fut ind mid 2nd sg ἀ̱πόψει , ἀποψάω wipe off imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόψεις — ἄποψις outlook fem nom/voc pl (attic epic) ἄποψις outlook fem nom/acc pl (attic) ἀ̱πόψεις , ἀποψάω wipe off imperf ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποψάω wipe off imperf ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄποψιν — ἄποψις outlook fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИЕРОНИМ I — [греч. ῾Ιερώνυμος; в миру Иероним Коцонис, греч. ῾Ιερώνυμος Κοτσώνης] (1905, с. Истерния, о в Тинос, Греция 15.11.1988, там же), архиеп. Афинский и всей Эллады (1967 1973). Происходил из бедной семьи; отец И. моряк, скончался за 3 месяца до его… …   Православная энциклопедия

  • άποψη — η (AM ἄποψις) [όψις] θέα από κάποια απόσταση νεοελλ. ο τρόπος κατά τον οποίο εξετάζει κανείς τα πράγματα, αντίληψη, εκδοχή αρχ. 1. ψηλό μέρος ή πύργος από όπου βλέπει κανείς σε μεγάλη απόσταση ή από όπου έχει ωραία θέα 2. το μέρος προς το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • περίκλυστος — η, ον, θηλ. και ος, Α [περικλύζω] 1. (ιδίως για νησί) αυτός που βρέχεται ολόγυρα από θάλασσα 2. φρ. «περίκλυστος ἄποψις» πύργος, οικοδόμημα πάνω σε λόφους που έχουν πανοραμική θέα …   Dictionary of Greek

  • ՆՇՄԱՐ — (րք.) NBH 2 0438 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c գ. ՆՇՄԱՐ ՆՇՄԱՐԱՆ ՆՇՄԱՐԱՆՔ. նաց. ἵχνος vestigium τεκμήριον argumentum, signum ἑρείπιον rudera οἱκόνισμα species ἅποψις perspectus եւ այլն. Նիշ եւ նշան իմն մնացեալ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՆՇՄԱՐԱՆ — (ի. նշմարանք նաց.) NBH 2 0438 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c գ. ՆՇՄԱՐ ՆՇՄԱՐԱՆ ՆՇՄԱՐԱՆՔ. նաց. ἵχνος vestigium τεκμήριον argumentum, signum ἑρείπιον rudera οἱκόνισμα species ἅποψις perspectus եւ այլն. Նիշ եւ նշան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀπόψεως — ἀπόψεω̆ς , ἄποψις outlook fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»